σκλάβος

σκλάβος
[склавос] ουσ. а. раб, пленник.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σκλάβος" в других словарях:

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • σκλάβος — ο θηλ. α 1. δούλος, αιχμάλωτος: Τους έσυραν σκλάβους στα βάθη της Ανατολής. 2. υποταγμένος: Θα γίνω σκλάβα σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σκλάβος, Γεράσιμος — Γλύπτης (1927 1963). Καταγόταν από την Κεφαλλονιά. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία. Φιλοτέχνησε αρκετά αξιόλογα έργα, πολλά από τα οποία παρουσίασε σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα και σε… …   Dictionary of Greek

  • Σκλάβος, Ιωάννης — Αγωνιστής, ο οποίος καταγόταν από την Κεφαλονιά. Το πλήρες όνομά του είναι Σ. Ιωάννης Μαρής Νικόλαος. Κατά την έναρξη της Επανάστασης βρισκόταν με την γολέτα του «Άγιος Νικόλαος» στο Καράκιοϊ της Κωνσταντινούπολης, ταξιδεύοντας προς την Οδησσό.… …   Dictionary of Greek

  • θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …   Dictionary of Greek

  • Slavery — Slave redirects here. For other uses, see Slave (disambiguation). Part of a series on …   Wikipedia

  • σκλαβάκι — το, Ν [σκλάβος] 1. (υποκορ. τ.) νεαρός σκλάβος, σκλαβόπουλο 2. στον πληθ. τα σκλαβάκια παιδικό παιχνίδι, αλλ. αμπάριζα …   Dictionary of Greek

  • σκλαβόπουλο — το, θηλ. σκλαβοπούλα, Ν νεαρός σκλάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκλάβος + πουλο*] …   Dictionary of Greek

  • Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • ανελευθέρωτος — ανελευθέρωτος, η, ο και αλευτέρωτος, η, ο αυτός που δεν ελευθερώθηκε, ο σκλάβος: Το αφεντικό τού ζητούσε να δουλεύει στη δουλειά του σαν σκλάβος ανελευθέρωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»